πολυνησιακός

πολυνησιακός
η , ό[ν] полинезийский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πολυνησιακός" в других словарях:

  • πολυνησιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πολυνησία και στους Πολυνησίους (α. «πολυνησιακά έθιμα» β. «πολυνησιακές γλώσσες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πολυνησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Γ. Ν. Χατζιδάκι] …   Dictionary of Greek

  • πολιτιστικοί κύκλοι — Μέθοδος ταξινόμησης των πολιτιστικών εποικοδομημάτων, που στηρίζεται στην αναγνώριση των διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων, συστημάτων οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δημιούργησαν οι διάφοροι λαοί. Παρουσιάστηκε στην αρχή του αιώνα από… …   Dictionary of Greek

  • Πολυνήσιοι — Ιθαγενείς πληθυσμοί της Π. Οι Πολυνήσιοι έχουν μεγάλη μορφολογική συγγένεια με τους ευρωποειδείς και πιθανότατα μια αρχαία κοινή προέλευση, αν λάβουμε υπόψη ότι ο πληθυσμός της Πολυνησίας θα έφτασε εκεί ύστερα από μια σειρά μεταναστεύσεων από τις …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»